Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
νασμός
View word page
νάπη
νάπη .νάπη (ᾰ), ἡ, a wooded vale, dell, or glen, Il., Soph.
ShortDef
a wooded vale, dell
Debugging
Headword:
νάπη
Headword (normalized):
νάπη
Headword (normalized/stripped):
ναπη
IDX:
21827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21849
Key:
na/ph
Data
{'content': 'νάπη\n .νάπη (ᾰ), ἡ,\n a wooded vale, dell, or glen, Il., Soph.', 'key': 'na/ph'}