Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
νάρκισσος
View word page
ναπαῖος
ναπαῖος νᾰπαῖος, α, ον of a wooded vale or dell, Soph., Eur.

ShortDef

of a wooded vale

Debugging

Headword:
ναπαῖος
Headword (normalized):
ναπαῖος
Headword (normalized/stripped):
ναπαιος
IDX:
21826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21848
Key:
napai=os

Data

{'content': 'ναπαῖος\n νᾰπαῖος, α, ον\n of a wooded vale or dell, Soph., Eur.', 'key': 'napai=os'}