Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νάκος
νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
ναρκάω
νάρκη
View word page
ναοφύλαξ
ναοφύλαξ νᾱο-φύλαξ (ῠ), ακος, ναός the keeper of a temple, Lat. aedituus, Eur., Arist.
ShortDef
the keeper of a temple
Debugging
Headword:
ναοφύλαξ
Headword (normalized):
ναοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ναοφυλαξ
IDX:
21825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21847
Key:
naofu/lac
Data
{'content': 'ναοφύλαξ\n νᾱο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n ναός\n the keeper of a temple, Lat. aedituus, Eur., Arist.', 'key': 'naofu/lac'}