Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ναίω
νάκη
νάκος
νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
ναοφύλαξ
ναπαῖος
νάπη
νάπος
νᾶπυ
ναρδολιπής
νάρδος
ναρθηκοφόρος
νάρθηξ
View word page
ναοπόλος
ναοπόλος πολέω the overseer of a temple, Hes.
ShortDef
the overseer of a temple
Debugging
Headword:
ναοπόλος
Headword (normalized):
ναοπόλος
Headword (normalized/stripped):
ναοπολος
IDX:
21823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21845
Key:
naopo/los
Data
{'content': 'ναοπόλος\n πολέω\n the overseer of a temple, Hes.', 'key': 'naopo/los'}