Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
νάκη
νάκος
νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
ναοπόλος
ναός
View word page
νάκη
νάκη .νάκη (ᾰ), ἡ, a wooly or hairy skin, a goatskin, Od.

ShortDef

a wooly

Debugging

Headword:
νάκη
Headword (normalized):
νάκη
Headword (normalized/stripped):
νακη
IDX:
21814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21836
Key:
na/kh

Data

{'content': 'νάκη\n .νάκη (ᾰ), ἡ,\n a wooly or hairy skin, a goatskin, Od.', 'key': 'na/kh'}