Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
νάκη
νάκος
νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
Νάξιος
Ναξιουργής
Νάξος
View word page
ναίχι
ναίχι adverb for ναί, like οὐχί for οὐ, Soph.

ShortDef

yes

Debugging

Headword:
ναίχι
Headword (normalized):
ναίχι
Headword (normalized/stripped):
ναιχι
IDX:
21812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21833
Key:
nai/xi

Data

{'content': 'ναίχι\n adverb for ναί, like οὐχί for οὐ, Soph.', 'key': 'nai/xi'}