Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
νάκη
νάκος
νακτός
νᾶμα
νᾶνος
νανοφυής
View word page
ναΐδιον
ναΐδιον νᾱΐδιον (ῐδ), ου, τό, Dim. of ναός, Polyb.

ShortDef

small temple

Debugging

Headword:
ναΐδιον
Headword (normalized):
ναΐδιον
Headword (normalized/stripped):
ναιδιον
IDX:
21809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21830
Key:
nai/dion

Data

{'content': 'ναΐδιον\n νᾱΐδιον (ῐδ), ου, τό,\n Dim. of ναός, Polyb.', 'key': 'nai/dion'}