Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
νάκη
νάκος
νακτός
νᾶμα
View word page
Ναϊακός
Ναϊακός Νᾱϊᾰκός, ή, όν of or for the Naiads, Anth.
ShortDef
of the Naiads
Debugging
Headword:
Ναϊακός
Headword (normalized):
ναϊακός
Headword (normalized/stripped):
ναιακος
IDX:
21807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21828
Key:
*naiako/s
Data
{'content': 'Ναϊακός\n Νᾱϊᾰκός, ή, όν\n of or for the Naiads, Anth.', 'key': '*naiako/s'}