Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
νάκη
View word page
μωρός
μωρός .μωρός, ά, όν dull, sluggish, stupid, Soph., etc.; τὸ- μ. folly, Eur.; μῶρα φρονεῖν, δρᾶν, λέγειν Soph., Eur.:—adv. -ρως, Xen.

ShortDef

dull, sluggish, stupid

Debugging

Headword:
μωρός
Headword (normalized):
μωρός
Headword (normalized/stripped):
μωρος
IDX:
21804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21825
Key:
mwro/s

Data

{'content': 'μωρός\n .μωρός, ά, όν\n dull, sluggish, stupid, Soph., etc.; τὸ- μ. folly, Eur.; μῶρα φρονεῖν, δρᾶν, λέγειν Soph., Eur.:—adv. -ρως, Xen.', 'key': 'mwro/s'}