Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
ναίω
View word page
μωρόσοφος
μωρόσοφος μωρό-σοφος, ον foolishly wise, a sapient fool, Luc.
ShortDef
foolishly wise, a sapient fool
Debugging
Headword:
μωρόσοφος
Headword (normalized):
μωρόσοφος
Headword (normalized/stripped):
μωροσοφος
IDX:
21803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21824
Key:
mwro/sofos
Data
{'content': 'μωρόσοφος\n μωρό-σοφος, ον\n foolishly wise, a sapient fool, Luc.', 'key': 'mwro/sofos'}