Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
ναίχι
View word page
μωρολόγος
μωρολόγος μωρο-λόγος, ον speaking foolishly, Arist.
ShortDef
speaking foolishly
Debugging
Headword:
μωρολόγος
Headword (normalized):
μωρολόγος
Headword (normalized/stripped):
μωρολογος
IDX:
21802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21823
Key:
mwrolo/gos
Data
{'content': 'μωρολόγος\n μωρο-λόγος, ον\n speaking foolishly, Arist.', 'key': 'mwrolo/gos'}