Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
ναί
View word page
μωρολογία
μωρολογία μωρολογία, ἡ, silly talking, NTest. from μωρολόγος

ShortDef

silly talking

Debugging

Headword:
μωρολογία
Headword (normalized):
μωρολογία
Headword (normalized/stripped):
μωρολογια
IDX:
21801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21822
Key:
mwrologi/a

Data

{'content': 'μωρολογία\n μωρολογία, ἡ,\n silly talking, NTest.\n from μωρολόγος', 'key': 'mwrologi/a'}