Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μύωψ
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
ναΐδιον
ναιετάω
View word page
μωρία
μωρία μωρία, ἡ, μῶρος silliness, folly, μωρίην ἐπιφέρειν τινι to impute folly to him, Hdt.; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, Soph.; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Thuc.; τῆς μωρίας! what folly! Ar.

ShortDef

silliness, folly

Debugging

Headword:
μωρία
Headword (normalized):
μωρία
Headword (normalized/stripped):
μωρια
IDX:
21800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21821
Key:
mwri/a

Data

{'content': 'μωρία\n μωρία, ἡ,\n μῶρος\n silliness, folly, μωρίην ἐπιφέρειν τινι to impute folly to him, Hdt.; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, Soph.; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Thuc.; τῆς μωρίας! what folly! Ar.', 'key': 'mwri/a'}