Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυωπίζω
μυωπός
μύωψ
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
ναέτης
Ναϊακός
Ναϊάς
View word page
μῶνυξ
μῶνυξ μῶ-νυξ, υχος, μόνος, ὄνυξ with a single, i. e. uncloven, hoof, Lat. solipes, of the horse, Hom., Eur.

ShortDef

with a single, i.e. uncloven, hoof

Debugging

Headword:
μῶνυξ
Headword (normalized):
μῶνυξ
Headword (normalized/stripped):
μωνυξ
IDX:
21798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21819
Key:
mw=nuc

Data

{'content': 'μῶνυξ\n μῶ-νυξ, υχος,\n μόνος, ὄνυξ\n with a single, i. e. uncloven, hoof, Lat. solipes, of the horse, Hom., Eur.', 'key': 'mw=nuc'}