Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυών
μυωπάζω
μύω
μυωπίζω
μυωπός
μύωψ
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
μωρολόγος
μωρόσοφος
μωρός
ναετήρ
View word page
μωμητός
μωμητός μωμητός, ή, όν μωμάομαι to be blamed, Aesch.
ShortDef
to be blamed
Debugging
Headword:
μωμητός
Headword (normalized):
μωμητός
Headword (normalized/stripped):
μωμητος
IDX:
21795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21816
Key:
mwmhto/s
Data
{'content': 'μωμητός\n μωμητός, ή, όν\n μωμάομαι\n to be blamed, Aesch.', 'key': 'mwmhto/s'}