Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
μύω
μυωπίζω
μυωπός
μύωψ
μῶλος
μῶλυ
μωμάομαι
μωμεύω
μωμητός
μῶμος
μῶν
μῶνυξ
μωραίνω
μωρία
μωρολογία
View word page
μῶλος
μῶλος .μῶλος, ὁ, the toil and moil of war, Il.; ξείνου καὶ Ἴρου μ. the struggle between Irus and the stranger, Od.
ShortDef
the toil
Debugging
Headword:
μῶλος
Headword (normalized):
μῶλος
Headword (normalized/stripped):
μωλος
IDX:
21791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21812
Key:
mw=los
Data
{'content': 'μῶλος\n .μῶλος, ὁ,\n the toil and moil of war, Il.; ξείνου καὶ Ἴρου μ. the struggle between Irus and the stranger, Od.', 'key': 'mw=los'}