Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
μύω
μυωπίζω
μυωπός
μύωψ
μῶλος
View word page
μυχοίτατος
μυχοίτατος μῠχοίτατος, η, ον irreg. Sup. of μύχιος in the farthest corner, Od.

ShortDef

in the farthest corner

Debugging

Headword:
μυχοίτατος
Headword (normalized):
μυχοίτατος
Headword (normalized/stripped):
μυχοιτατος
IDX:
21781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21802
Key:
muxoi/tatos

Data

{'content': 'μυχοίτατος\n μῠχοίτατος, η, ον\n irreg. Sup. of μύχιος\n in the farthest corner, Od.', 'key': 'muxoi/tatos'}