Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
μύω
μυωπίζω
μυωπός
View word page
μυχμός
μυχμός μυχμός, οῦ, ὁ, μύζω = μυγμός moaning, groaning, Od.

ShortDef

moaning, groaning

Debugging

Headword:
μυχμός
Headword (normalized):
μυχμός
Headword (normalized/stripped):
μυχμος
IDX:
21779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21800
Key:
muxmo/s

Data

{'content': 'μυχμός\n μυχμός, οῦ, ὁ,\n μύζω\n = μυγμός moaning, groaning, Od.', 'key': 'muxmo/s'}