Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
μύω
μυωπίζω
View word page
μύχιος
μύχιος μύχιος, α, ον μῠχός inward, inmost, retired, embayed, Aesch., Luc.
ShortDef
inward, inmost, retired, embayed
Debugging
Headword:
μύχιος
Headword (normalized):
μύχιος
Headword (normalized/stripped):
μυχιος
IDX:
21778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21799
Key:
mu/xios
Data
{'content': 'μύχιος\n μύχιος, α, ον\n μῠχός\n inward, inmost, retired, embayed, Aesch., Luc.', 'key': 'mu/xios'}