Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
μύω
View word page
μυχθισμός
μυχθισμός μυχθισμός, οῦ, ὁ, a snorting, moaning, Eur.

ShortDef

a snorting, moaning

Debugging

Headword:
μυχθισμός
Headword (normalized):
μυχθισμός
Headword (normalized/stripped):
μυχθισμος
IDX:
21777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21798
Key:
muxqismo/s

Data

{'content': 'μυχθισμός\n μυχθισμός, οῦ, ὁ,\n a snorting, moaning, Eur.', 'key': 'muxqismo/s'}