Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
μυών
μυωπάζω
View word page
μυχθίζω
μυχθίζω μύζω to snort, jeer, Theocr.
ShortDef
to snort, jeer
Debugging
Headword:
μυχθίζω
Headword (normalized):
μυχθίζω
Headword (normalized/stripped):
μυχθιζω
IDX:
21776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21797
Key:
muxqi/zw
Data
{'content': 'μυχθίζω\n μύζω\n to snort, jeer, Theocr.', 'key': 'muxqi/zw'}