Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυστηρίς
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
μυχόνδε
μυχός
μυχώδης
View word page
μυττωτεύω
μυττωτεύω μυττωτεύω, to hash up, make mince-meat of, τινά Ar.
ShortDef
to hash up, make mince-meat of
Debugging
Headword:
μυττωτεύω
Headword (normalized):
μυττωτεύω
Headword (normalized/stripped):
μυττωτευω
IDX:
21774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21795
Key:
muttwteu/w
Data
{'content': 'μυττωτεύω\n μυττωτεύω,\n to hash up, make mince-meat of, τινά Ar.', 'key': 'muttwteu/w'}