Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μύσταξ
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
μυχόθεν
μυχοίτατος
View word page
μύστις
μύστις fem. of μύστης as adj. mystic, Anth. a mystagogue, Anacreont.

ShortDef

mystic

Debugging

Headword:
μύστις
Headword (normalized):
μύστις
Headword (normalized/stripped):
μυστις
IDX:
21771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21792
Key:
mu/stis

Data

{'content': 'μύστις\n fem. of μύστης\n as adj. mystic, Anth.\n a mystagogue, Anacreont.', 'key': 'mu/stis'}