Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυσταγωγία
μυσταγωγός
μύσταξ
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
μυχμός
View word page
μυστίλη
μυστίλη μυστί_λη, ἡ, a piece of bread used to sup up soup or gravy with, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

a piece of bread

Debugging

Headword:
μυστίλη
Headword (normalized):
μυστίλη
Headword (normalized/stripped):
μυστιλη
IDX:
21769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21790
Key:
musti/lh

Data

{'content': 'μυστίλη\n μυστί_λη, ἡ,\n a piece of bread used to sup up soup or gravy with, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'musti/lh'}