Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυσπολέω
μυσταγωγία
μυσταγωγός
μύσταξ
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
μύχιος
View word page
μυστιλάομαι
μυστιλάομαι μυστῑλάομαι, Dep. to sop bread in soup or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out public money, Ar.:—perf. part. in pass. sense, scooped out, Ar. from μυστί_λη

ShortDef

to sop bread in soup

Debugging

Headword:
μυστιλάομαι
Headword (normalized):
μυστιλάομαι
Headword (normalized/stripped):
μυστιλαομαι
IDX:
21768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21789
Key:
mustila/omai

Data

{'content': 'μυστιλάομαι\n μυστῑλάομαι,\n Dep. to sop bread in soup or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out public money, Ar.:—perf. part. in pass. sense, scooped out, Ar.\n from μυστί_λη', 'key': 'mustila/omai'}