Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῦς
μυσπολέω
μυσταγωγία
μυσταγωγός
μύσταξ
μυστηρικός
μυστήριον
μυστηρίς
μυστηριῶτις
μύστης
μυστικός
μυστιλάομαι
μυστίλη
μυστιπόλος
μύστις
μυστοδόκος
Μυτιλήνη
μυττωτεύω
μυττωτός
μυχθίζω
μυχθισμός
View word page
μυστικός
μυστικός from μύστης μυστικός, ή, όν mystic, connected with the mysteries, μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.; τὰ μ. the mysteries, Thuc.:— χοιρία μ., in Ar., are prob. wretched lean pigs, such as the μύσται were wont to offer.

ShortDef

mystic, connected with the mysteries

Debugging

Headword:
μυστικός
Headword (normalized):
μυστικός
Headword (normalized/stripped):
μυστικος
IDX:
21767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21788
Key:
mustiko/s

Data

{'content': 'μυστικός\n from μύστης\n μυστικός, ή, όν\n mystic, connected with the mysteries, μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.; τὰ μ. the mysteries, Thuc.:— χοιρία μ., in Ar., are prob. wretched lean pigs, such as the μύσται were wont to offer.', 'key': 'mustiko/s'}