Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
μύρτος
μύρω
μυσαρός
μυσάττομαι
μυσαχθής
Μύσιος
μύσος
Μυσός
μῦς
View word page
μυρσινών
μυρσινών μυρσῐνών, Attic μυρρινών, ῶνος, ὁ, a myrtle-grove, Lat. myrtetum, Ar.
ShortDef
a myrtle-grove
Debugging
Headword:
μυρσινών
Headword (normalized):
μυρσινών
Headword (normalized/stripped):
μυρσινων
IDX:
21747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21768
Key:
mursinw/n
Data
{'content': 'μυρσινών\n μυρσῐνών, Attic μυρρινών, ῶνος, ὁ,\n a myrtle-grove, Lat. myrtetum, Ar.', 'key': 'mursinw/n'}