Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
μύρτος
μύρω
μυσαρός
μυσάττομαι
μυσαχθής
View word page
μυρόχροος
μυρόχροος μῠρό-χροος, ον χρόα with anointed skin, Anth.

ShortDef

with anointed skin

Debugging

Headword:
μυρόχροος
Headword (normalized):
μυρόχροος
Headword (normalized/stripped):
μυροχροος
IDX:
21743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21764
Key:
muro/xrous

Data

{'content': 'μυρόχροος\n μῠρό-χροος, ον\n χρόα\n with anointed skin, Anth.', 'key': 'muro/xrous'}