Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
μύρτος
μύρω
μυσαρός
μυσάττομαι
View word page
μυρόχριστος
μυρόχριστος μῠρό-χριστος, ον anointed with unguent, Eur.

ShortDef

anointed with unguent

Debugging

Headword:
μυρόχριστος
Headword (normalized):
μυρόχριστος
Headword (normalized/stripped):
μυροχριστος
IDX:
21742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21763
Key:
muro/xristos

Data

{'content': 'μυρόχριστος\n μῠρό-χριστος, ον\n anointed with unguent, Eur.', 'key': 'muro/xristos'}