Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
μύρτος
μύρω
View word page
μυροπώλιον
μυροπώλιον μῠροπώλιον, ου, τό, a perfumerʼs shop, Dem.
ShortDef
a perfumer's shop
Debugging
Headword:
μυροπώλιον
Headword (normalized):
μυροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλιον
IDX:
21740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21761
Key:
muropw/lion
Data
{'content': 'μυροπώλιον\n μῠροπώλιον, ου, τό,\n a perfumerʼs shop, Dem.', 'key': 'muropw/lion'}