Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
μύρτος
View word page
μυροπώλης
μυροπώλης μῠρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a dealer in unguents or scented oils, a perfumer, Xen.

ShortDef

a dealer in unguents

Debugging

Headword:
μυροπώλης
Headword (normalized):
μυροπώλης
Headword (normalized/stripped):
μυροπωλης
IDX:
21739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21760
Key:
muropw/lhs

Data

{'content': 'μυροπώλης\n μῠρο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a dealer in unguents or scented oils, a perfumer, Xen.', 'key': 'muropw/lhs'}