Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
μυρσινών
μύρτον
View word page
μυρόπνοος
μυρόπνοος μυρό-πνους, ουν breathing sweet unguents, Anth.

ShortDef

breathing sweet unguents

Debugging

Headword:
μυρόπνοος
Headword (normalized):
μυρόπνοος
Headword (normalized/stripped):
μυροπνοος
IDX:
21738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21759
Key:
muro/pnous

Data

{'content': 'μυρόπνοος\n μυρό-πνους, ουν\n breathing sweet unguents, Anth.', 'key': 'muro/pnous'}