Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
μύρρα
μυρσίνη
μυρσινοειδής
View word page
μυρόεις
μυρόεις μῠρόεις, εσσα, εν anointed, Anth. from μύρον (ῠ)

ShortDef

anointed

Debugging

Headword:
μυρόεις
Headword (normalized):
μυρόεις
Headword (normalized/stripped):
μυροεις
IDX:
21736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21757
Key:
muro/eis

Data

{'content': 'μυρόεις\n μῠρόεις, εσσα, εν\n anointed, Anth.\n from μύρον (ῠ)', 'key': 'muro/eis'}