Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
μυρόχριστος
μυρόχροος
View word page
μυριωπός
μυριωπός μῡρι-ωπός, όν ὤψ with countless eyes, Aesch.

ShortDef

with countless eyes

Debugging

Headword:
μυριωπός
Headword (normalized):
μυριωπός
Headword (normalized/stripped):
μυριωπος
IDX:
21733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21754
Key:
muriwpo/s

Data

{'content': 'μυριωπός\n μῡρι-ωπός, όν\n ὤψ\n with countless eyes, Aesch.', 'key': 'muriwpo/s'}