Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
μυροφεγγής
View word page
μυριόφωνος
μυριόφωνος μῡριό-φωνος, ον φωνή with ten thousand voices, Anth.

ShortDef

with ten thousand voices

Debugging

Headword:
μυριόφωνος
Headword (normalized):
μυριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφωνος
IDX:
21731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21752
Key:
murio/fwnos

Data

{'content': 'μυριόφωνος\n μῡριό-φωνος, ον\n φωνή\n with ten thousand voices, Anth.', 'key': 'murio/fwnos'}