Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
μυροπώλιον
View word page
μυριόφορτος
μυριόφορτος μῡριό-φορτος, ον = μῡριοφόρος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυριόφορτος
Headword (normalized):
μυριόφορτος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφορτος
IDX:
21730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21751
Key:
murio/fortos

Data

{'content': 'μυριόφορτος\n μῡριό-φορτος, ον\n = μῡριοφόρος, Anth.', 'key': 'murio/fortos'}