Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
μυρόπνοος
μυροπώλης
View word page
μυριοφόρος
μυριοφόρος μῡριο-φόρος, ον φέρω carrying 10, 000 measures, to designate a merchant-ship of large tonnage, Thuc.

ShortDef

carrying

Debugging

Headword:
μυριοφόρος
Headword (normalized):
μυριοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφορος
IDX:
21729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21750
Key:
muriofo/ros

Data

{'content': 'μυριοφόρος\n μῡριο-φόρος, ον\n φέρω\n carrying 10, 000 measures, to designate a merchant-ship of large tonnage, Thuc.', 'key': 'muriofo/ros'}