Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
μύρον
View word page
μυριοστύς
μυριοστύς μῡριοστύς, ύος, ἡ, a body of ten thousand, Xen.

ShortDef

a body of ten thousand

Debugging

Headword:
μυριοστύς
Headword (normalized):
μυριοστύς
Headword (normalized/stripped):
μυριοστυς
IDX:
21727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21748
Key:
muriostu/s

Data

{'content': 'μυριοστύς\n μῡριοστύς, ύος, ἡ,\n a body of ten thousand, Xen.', 'key': 'muriostu/s'}