Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
μυριωπός
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
μυρόεις
View word page
μυριοστός
μυριοστός μῡριοστός, ή, όν the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.

ShortDef

the 10,000th (μέρος)

Debugging

Headword:
μυριοστός
Headword (normalized):
μυριοστός
Headword (normalized/stripped):
μυριοστος
IDX:
21726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21747
Key:
muriosto/s

Data

{'content': 'μυριοστός\n μῡριοστός, ή, όν\n the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.', 'key': 'muriosto/s'}