μυριοστός
            
          
          μυριοστός
 μῡριοστός, ή, όν
 the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.
          {
  "content": "μυριοστός\n μῡριοστός, ή, όν\n the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.",
  "key": "muriosto/s"
}