Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
μυρίπνοος
View word page
μυριόνταρχος
μυριόνταρχος μῡριόνταρχος, ὁ, = μυρίαρχος, Aesch.

ShortDef

leader of ten thousand

Debugging

Headword:
μυριόνταρχος
Headword (normalized):
μυριόνταρχος
Headword (normalized/stripped):
μυριονταρχος
IDX:
21722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21743
Key:
murio/ntarxos

Data

{'content': 'μυριόνταρχος\n μῡριόνταρχος, ὁ,\n = μυρίαρχος, Aesch.', 'key': 'murio/ntarxos'}