Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοτευχής
μυριοφόρος
μυριόφορτος
μυριόφωνος
View word page
μυριόνεκρος
μυριόνεκρος μῡριό-νεκρος, ον where tens of thousands die, Plut.

ShortDef

where tens of thousands die

Debugging

Headword:
μυριόνεκρος
Headword (normalized):
μυριόνεκρος
Headword (normalized/stripped):
μυριονεκρος
IDX:
21721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21742
Key:
murio/nekros

Data

{'content': 'μυριόνεκρος\n μῡριό-νεκρος, ον\n where tens of thousands die, Plut.', 'key': 'murio/nekros'}