Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
μυριοστύς
View word page
μυριόλεκτος
μυριόλεκτος μῡριό-λεκτος, ον said ten thousand times, Xen.
ShortDef
said ten thousand times
Debugging
Headword:
μυριόλεκτος
Headword (normalized):
μυριόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
μυριολεκτος
IDX:
21717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21738
Key:
murio/lektos
Data
{'content': 'μυριόλεκτος\n μῡριό-λεκτος, ον\n said ten thousand times, Xen.', 'key': 'murio/lektos'}