Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
μυριοπληθής
μυρίος
μυριοστός
View word page
μυριόκρανος
μυριόκρανος μῡριό-κρᾱνος, ον many-headed, Eur.
ShortDef
many-headed
Debugging
Headword:
μυριόκρανος
Headword (normalized):
μυριόκρανος
Headword (normalized/stripped):
μυριοκρανος
IDX:
21716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21737
Key:
murio/kranos
Data
{'content': 'μυριόκρανος\n μῡριό-κρᾱνος, ον\n many-headed, Eur.', 'key': 'murio/kranos'}