Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριόνταρχος
μυριοπλάσιος
View word page
μυριόβοιος
μυριόβοιος μῡριό-βοιος, ον βοῦς with ten thousand oxen, Anth.

ShortDef

with ten thousand oxen

Debugging

Headword:
μυριόβοιος
Headword (normalized):
μυριόβοιος
Headword (normalized/stripped):
μυριοβοιος
IDX:
21713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21734
Key:
murio/boios

Data

{'content': 'μυριόβοιος\n μῡριό-βοιος, ον\n βοῦς\n with ten thousand oxen, Anth.', 'key': 'murio/boios'}