Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
View word page
μυρικίνεος
μυρικίνεος from μῠρίκη μῠρῑκίνεος, θάμνος, ὁ, a tamarisk bush, Anth.

ShortDef

tamarisk

Debugging

Headword:
μυρικίνεος
Headword (normalized):
μυρικίνεος
Headword (normalized/stripped):
μυρικινεος
IDX:
21711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21732
Key:
muriki/neos

Data

{'content': 'μυρικίνεος\n from μῠρίκη\n μῠρῑκίνεος, θάμνος, ὁ,\n a tamarisk bush, Anth.', 'key': 'muriki/neos'}