Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
View word page
μυρίζω
μυρίζω μῠρίζω, to rub with ointment or unguent, anoint, Ar.:—Pass., μεμυρισμένοι τὸ σῶμα having the body anointed, Hdt.

ShortDef

to rub with ointment

Debugging

Headword:
μυρίζω
Headword (normalized):
μυρίζω
Headword (normalized/stripped):
μυριζω
IDX:
21709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21730
Key:
muri/zw

Data

{'content': 'μυρίζω\n μῠρίζω,\n to rub with ointment or unguent, anoint, Ar.:—Pass., μεμυρισμένοι τὸ σῶμα having the body anointed, Hdt.', 'key': 'muri/zw'}