Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀνάδελφος
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀναδιδάσκω
ἀναδίδωμι
ἀνάδικος
ἀναδιπλόω
ἀνάδοσις
ἀνάδοτος
ἀναδοχή
ἀναδύνω
View word page
ἀναδεύω
ἀναδεύω to moisten: metaph. to imbue, Plut.
ShortDef
to moisten
Debugging
Headword:
ἀναδεύω
Headword (normalized):
ἀναδεύω
Headword (normalized/stripped):
αναδευω
IDX:
2172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2173
Key:
a)nadeu/w
Data
{'content': 'ἀναδεύω\n to moisten: metaph. to imbue, Plut.', 'key': 'a)nadeu/w'}