Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μύ
μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυριόβοιος
μυριόδους
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριόμορφος
View word page
μυριετής
μυριετής μῡρι-ετής, ές ἔτος of 10, 000 years: of countless years, Aesch.

ShortDef

of ten thousand years, of countless years

Debugging

Headword:
μυριετής
Headword (normalized):
μυριετής
Headword (normalized/stripped):
μυριετης
IDX:
21708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21729
Key:
murieth/s

Data

{'content': 'μυριετής\n μῡρι-ετής, ές\n ἔτος\n of 10, 000 years: of countless years, Aesch.', 'key': 'murieth/s'}