Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μύουρος
μύ
μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
View word page
μυρεψός
μυρεψός μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, μύρον, ἕψω one who prepares unguents. a perfumer.

ShortDef

one who prepares unguents, a perfumer

Debugging

Headword:
μυρεψός
Headword (normalized):
μυρεψός
Headword (normalized/stripped):
μυρεψος
IDX:
21702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21723
Key:
mureyo/s

Data

{'content': 'μυρεψός\n μῠρ-εψός, οῦ, ὁ,\n μύρον, ἕψω\n one who prepares unguents. a perfumer.', 'key': 'mureyo/s'}