Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μύουρος
μύ
μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
μυριάς
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
View word page
μυρεψέω
μυρεψέω μῠρεψέω, fut. -ήσω to prepare unguents, Aesop. from μῠρεψός

ShortDef

to prepare unguents

Debugging

Headword:
μυρεψέω
Headword (normalized):
μυρεψέω
Headword (normalized/stripped):
μυρεψεω
IDX:
21701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21722
Key:
mureye/w

Data

{'content': 'μυρεψέω\n μῠρεψέω,\n fut. -ήσω\n to prepare unguents, Aesop.\n from μῠρεψός', 'key': 'mureye/w'}